- τεμενίσας
- τεμενίσᾱς , τεμενίζωmake a sacred precinctaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεμενίζω — Α [τέμενος] αφιερώνω τέμενος («τὸ ἱερὸν τοῡ Διὸς τεμενίσας», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek